πρόσειμι (προσιέναι)

πρόσειμι (προσιέναι)
+ V 0-0-0-0-4=4 4 Mc 6,13; 14,16.19(bis)
fut. of προσέρχομαι; to go up to [τινι] 4 Mc 6,13; ὁ προσιών the intruder 4 Mc 14,16

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσιέναι — πρόσειμι 1 sum pres inf act προσίημι let come to pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”